Διώνη — I Θεά της αρχαιότητας, την οποία ο Ησίοδος συγκαταλέγει μεταξύ των Ωκεανίδων (κόρες του Ωκεανού)· σύμφωνα όμως με άλλη παράδοση ήταν Τιτανίδα, κόρη του Ουρανού και της Γης. Το όνομα Δ. συνδέεται με αυτό του Δία και ίσως να αποτελεί το θηλυκό… … Dictionary of Greek
Μύσων — (6ος αι. π.Χ.). Γνωστός και ως Μ. ο Χηνεύς. Έλληνας φιλόσοφος που έζησε την εποχή του Σόλωνα. Ο Πλάτων τον συγκαταλέγει στους επτά σοφούς της Ελλάδας αντί για τον Περίανδρο. Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει αποφθέγματα του και ο Ιπποκράτης… … Dictionary of Greek
Σαμάρας, Σπύρος — Έλληνας συνθέτης (Κέρκυρα 1861 ή 1862 – Αθήνα 1917). Τα πρώτα του μουσικά μαθήματα τα πήρε στη γενέτειρα του με το συμπολίτη του συνθέτη Σπύρο Ξύνδα. Το 1871 έρχεται στην Αθήνα, όπου σπουδάζει στο νεοσύστατο τότε Ωδείο Αθηνών, ενώ παράλληλα… … Dictionary of Greek
Σωτήριχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχαίος Έλληνας επικός ποιητής από τη Λιβύη. Έζησε την εποχή του Διοκλητιανού, τον 3o μ.Χ. αι. για τον οποίο και έγραψε εγκώμιο. Το σπουδαιότερο έργο του είναι το μυθολογικό έπος Βασσαρικά, σε τέσσερα βιβλία. Άλλα… … Dictionary of Greek